- αναερόβιος
- -α, -οαυτός που δεν έχει ανάγκη από αέρα για να ζήσει: Υπάρχουν μικροοργανισμοί που είναι αναερόβιοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναερόβιος — α, ο 1. κάθε φαινόμενο, οργανισμός, διεργασία κ.λπ. που γίνεται ή διατηρείται σε περιβάλλον χωρίς οξυγόνο 2. (ως ουσιαστικό) ο όρος χρησιμοποιείται για τους αναερόβιους μικροοργανισμούς, δηλαδή αυτούς που δεν χρειάζονται οξυγόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek